- αιμάλωψ
- αἱμάλωψ, -ωπος, ο (Α)1. μάζα πηγμένου αίματος2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα3. θρόμβος, θρόμβωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -λωψαν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. -λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται με τη σημ. «περιβάλλω, περίβλημα, περιβλημένος», οπότε αἱμάλωψ θα σήμαινε αρχικά «αιματωμένος, περιβλημένος με αίμα, βουτηγμένος στο αίμα» (πρβλ. αἰγί-λωψ, ἀγχί-λωψ κ.ά.).ΠΑΡ. αἱμαλωπιάω].
Dictionary of Greek. 2013.